- οικουρικός
- οἰκουρικός, -ή, -όν (Α) [οικουρός]1. αυτός που συνηθίζει να μένει στο σπίτι2. αυτός που έχει κατασκευαστεί στο σπίτι3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκουρικόνη διαμονή στο σπίτι.επίρρ...οἰκουρικῶς (Μ)με οικουρικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.